Μαύσωλος

Μαύσωλος
(4ος αι. π.Χ.). Σατράπης της Καρίας (377-353 π.Χ.). Ήταν γιος του σατράπη της Καρίας, Εκατόμνου, και μολονότι ο ίδιος ήταν επισήμως σατράπης, στην πραγματικότητα υπήρξε ανεξάρτητος δυνάστης της Καρίας. Αρχικά διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον βασιλιά της Περσίας, ωστόσο αργότερα, μετέφερε την πρωτεύουσα από τα Μύλασα στην Αλικαρνασσό και συμμετείχε στην εξέγερση (362 π.Χ.) των σατραπών εναντίον του Πέρση βασιλιά. Όταν εξάπλωσε την επικυριαρχία του σε τμήματα της Ιωνίας, της Λυδίας και της Λυκίας αποσύρθηκε από την εξέγερση προκειμένου να μη διακόψει οριστικά τις σχέσεις του με τον Μεγάλο Βασιλιά. Στη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου, ο Μ. ενίσχυσε τα ολιγαρχικά κόμματα των νησιών που βρίσκονταν στη μικρασιατική ακτή, οπότε η Χίος, η Κως, η Ρόδος και το Βυζάντιο αποστάτησαν από τη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία υπήχθησαν στο κράτος του. Με τη βοήθεια του εκτοπίστηκαν από τη Ρόδο και την Κω οι δημοκρατικές κυβερνήσεις και στη θέση τους ανέβηκαν ολιγαρχικές, ενώ ο Μ. κατάφερε να δημιουργήσει μια μοναρχία ανεξάρτητη από το περσικό κράτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μαύσωλος — tomb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мавзол — (Μαύσωλος, Mausolus) династ Карии в 377 353 г. до Р. Хр., прежде персидский сатрап; сделал Карию независимой от персов, возвысил значение гор. Галикарнаса, вмешивался в дела Родоса и других о вов, возбуждая этим неудовольствие афинян. При дворе М …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Μαυσώλοιο — Μαύσωλος tomb masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαυσώλου — Μαύσωλος tomb masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαυσώλων — Μαύσωλος tomb masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαυσώλῳ — Μαύσωλος tomb masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύσωλε — Μαύσωλος tomb masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύσωλοι — Μαύσωλος tomb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύσωλον — Μαύσωλος tomb masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mausolus — from Guillaume Rouillé s Promptuarii Iconum Insigniorum (Lyon, 1555) Satrap of Caria Reign …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”